χαμευνώ

χαμευνώ
-έω, Α [χαμεύνη]
κοιμάμαι καταγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαμευνία — ἡ, Α [χαμευνῶ] 1. το να κοιμάται κανείς καταγής 2. στον πληθ. αἱ χαμευνίαι στρώματα ύπνου τοποθετημένα καταγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”